ανωνυμογραφία

ανωνυμογραφία
η
1. ανυπόγραφη αλληλογραφία
2. ανυπόγραφη δημοσίευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανώνυμος + γραφή. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημ. Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανωνυμογραφία — η το να μη βάζει κανείς την υπογραφή του σε όσα γράφει: Με την ανωνυμογραφία συνήθως επιδιώκεται δόλιος σκοπός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”